- στεφάνωμα
- το, ΝΜΑ [στεφανῶ, -ώνω]η τέλεση τού μυστηρίου τού γάμου, η στέψη, ο γάμοςνεοελλ.1. το αποτέλεσμα τού στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού3. μτφ. α) αναγνώριση τής αξίας κάποιου με υλική ή ηθική αμοιβήβ) τελική επισφράγιση, τελικό επιστέγασμα («ήταν το στεφάνωμα τών προσπαθειών μιας ολόκληρης ζωής»)γ) επιβράβευση, επίσημη αναγνώριση τών προσπαθειών κάποιου4. φρ. «καλά στεφανώματα» — λέγεται ως ευχή σε αρραβωνιασμένουςαρχ.1. καθετί που περιβάλλει κάτι σαν στέφανος («στεφάνωμα πύργων» — περιτείχισμα πόλης, Σοφ.)2. στέφανος, στέμμα3. στεφάνι ως βραβείο νίκης και, γενικά, ως ανταμοιβή4. δόξα, τιμή5. στον πληθ. τὰ στεφανώματαα) τόπος πώλησης στεφάνων ή στεμμάτωνβ) φυτά χρήσιμα για την κατασκευή στεφάνων ή στεμμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.